Σύμφωνα με  σχετική μελέτη του ΤΕΕ στη χώρα μας τα θέματα που αφορούν τεχνολογία σκυροδέματος καθορίζονται από τον  Κανονισμό Τεχνολογίας Σκυροδέματος (ΚΤΣ-97), που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ  315/Β/17.04.1997 και ισχύει από τις 17/10/1997 υποχρεωτικά για όλα τα Τεχνικά  Έργα από σκυρόδεμα.
Πρόσφατα έγινε «προσαρμογή» του  ΚΤΣ-97 στις απαιτήσεις του νέου Ευρωπαϊκού Προτύπου για τσιμέντα ΕΛΟΤ ΕΝ 197-1:2000  (ΦΕΚ  917/Β/17.07.2001) με τροποποίηση κυρίως όσων αφορούν τους τύπους και κατηγορίες  αντοχής τσιμέντων που αναφέρονται στο κείμενο. Η προσαρμογή αυτή δημοσιεύθηκε  στο ΦΕΚ 537/Β/01/05/2002 και αυτά ισχύουν από 1/01/2002.
 
Το σκυρόδεμα, που παράγεται από την ανάμιξη  αδρανών υλικών, τσιμέντου, νερού και πιθανώς διαφόρων προσθέτων ή προσμίκτων  έχει διάφορα τεχνικά χαρακτηριστικά είτε ως νωπό σκυρόδεμα (εργασιμότητα,  πυκνότητα, θερμοκρασία) είτε ως σκληρυμένο σκυρόδεμα (αντοχή, ανθεκτικότητα,  κ.λπ.)
 
Η αντοχή του δεν ορίζεται πια ως  μέσος όρος της θλιπτικής αντοχής (3) δοκιμίων σκυροδέματος (ΒΔ/54) αλλά με χρήση  της έννοιας της χαρακτηριστικής αντοχής : fck (characteristic strength), όπως αυτή ορίζεται στην §  3.2 του ΚΤΣ-97 και την § 2.3.1 του ΕΚΩΣ 2000 (ΦΕΚ 1329/Β/06.11.2000).
 
«Χαρακτηριστική αντοχή κυλινδρικού δοκιμίου fck,cyl ή κυβικού δοκιμίου fck,cube,  ή γενικώς fck , θεωρείται εκείνη η τιμή  αντοχής κάτω της οποίας υπάρχει 5% πιθανότητα να βρεθεί η τιμή αντοχής ενός  τυχαίου δοκιμίου».
Ο προσδιορισμός της αντοχής γίνεται με συμβατικά δοκίμια που  παρασκευάζονται, συντηρούνται και ελέγχονται σε θλίψη σε ηλικία 28 ημερών,  σύμφωνα με τις Μεθόδους Ελέγχου ΣΚ-350, ΣΚ-303 και ΣΚ-304 που έχει εκδώσει το  ΚΕΔΕ/ ΥΠΕΧΩΔΕ (§ 3.1 του ΚΤΣ-97).
 
Το φαινόμενο βάρος του  άοπλου σκυροδέματος μπορεί να ληφθεί ίσο με 24 kN/m3 (2400 kp/m3) και  του οπλισμένου ή προεντεταμένου σκυροδέματος ίσο με 25 kN/m3,  (2500 kp/m3), σε  περίπτωση συνήθων ποσοστών οπλισμού (§ 2.2, ΕΚΩΣ 2000).
Τα κυριότερα είδη σκυροδεμάτων είναι τα εξής :
 
1. Εργοταξιακό σκυρόδεμα (§ 3.7  του ΚΤΣ-97)
«Εργοταξιακό σκυρόδεμα, λέγεται το  σκυρόδεμα στο οποίο ο κύριος του έργου (Κ.τ.Ε.) ή η Υπηρεσία ή ο Επιβλέπων έχει  πλήρη παρακολούθηση και έλε